- ἀλλοπαθῇ
- ἀλλοπᾱθῇ , ἀνά-λοπάωlet the bark peel offaor subj pass 3rd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀλλοπαθῆ — ἀλλοπαθής subject to external influence neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀλλοπαθής subject to external influence masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀλλοπαθής subject to external influence masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλοπαθής — ές (Α ἀλλοπαθής) 1. αυτός που δεν πάσχει από δική του αιτία αλλά υφίσταται την επίδραση κάποιου άλλου 2. (Γραμμ.) α) «αλλοπαθείς αντωνυμίες», οι μη αυτοπαθείς αντωνυμίες, αυτές δηλ. που δέχονται ενέργεια από άλλο υποκείμενο (διδάσκεις ἐμέ,… … Dictionary of Greek